Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Τὸ ϑαῤῥαλέον

См. также в других словарях:

  • θαρραλέον — θαρσαλέος daring masc acc sg (attic) θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • ρέκτης — ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [ῥέζω (Ι)] δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον») αρχ. ιερεύς …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՋԱՍՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0988 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c գ. τόλμα, εὑτολμία, θαρραλέον τῆς ψυχῆς audacia, fortitudo animi. Քաջասիրտն գոլ. քաջութիւն սրտի. արիութիւն ոգւոյ. համարձակութիւն. *Գողացան պարսիկք ʼի քաջասրտութենէ նորա: Այսպիսի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»